- θολοσκέπαστος
- -η, -οαυτός που έχει θολωτή σκεπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + -σκεπαστος < σκεπάζω (πρβλ. ανθο-σκέπαστος, ολο-σκέπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θολοσκέπαστος — η, ο αυτός που έχει θολωτή στέγη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… … Dictionary of Greek